θεόρρητος

θεόρρητος
θεό-ρρητος, ον,
A spoken of God,

μέτρον AP9.505

; εὐεπίαι Epic. in BKT5(1)p.118.
II [full] Θεόρρητον, τό, name of a building at Delos, IG11(2).199 A 103 (iii B.C.), Inscr.Délos312.1; elsewh.

τὸν οἶκον τὸν Θ-ου IG11(2).163

Ba6 (iii B.C.), al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεόρρητος — θεόρρητος, ον (Α) 1. αυτός που ειπώθηκε από θεό 2. το ουδ. ως ουσ. τό θεόρρητον ονομασία κτηρίου στη Δήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε(ο) * + ρρητος (< θ. ρη , πρβλ. ρήμα, ρήσις), πρβλ. ά ρρητος, πρό ρρητος] …   Dictionary of Greek

  • θεορρήτοιο — θεόρρητος spoken of God masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεορρήτων — θεόρρητος spoken of God masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεορρήτῳ — θεόρρητος spoken of God masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”